- υποτίθεμαι
- ὑποτίθεμαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποτίθημι ΜΑ [τίθημι]νεοελλ.(γ' εν. πρόσ. παθ. ενεστ.) υποτίθεταιτίθεται ως προϋπόθεση ή θεωρείται πιθανό (α. «υποτίθεται ότι στο σκάνδαλο είναι αναμεμιγμένοι και υψηλά ιστάμενοι» β. «αφού ζει σε τέτοια πολυτέλεια, υποτίθεται ότι έχει μεγάλο εισόδημα»)μσν.-αρχ.μέσ. ὑποτίθεμαι1. υποδεικνύω σε κάποιον κάτι, συμβουλεύω (α. «βουλὴν δ' Ἀργείοις ὑποθησόμεθα», Ομ. Ιλ.β. «ταῡτα ὑποτιθέμενος τοῑς ἀδελφοῑς καλὸς ἔσῃ διάκονος... Χριστοῡ», ΚΔ.)2. διατάσσω (α. «ταῡτα... ὑποθέμενος ὁ Δαρεῑος», Ηρόδ.β. «τῆς βασιλείας μου... ὑποθεμένης ποιεῑσθαι τὴν συμπλοκήν», Νικ. Χων.)αρχ.1. ενεργ. ὑποτίθημια) τοποθετώ αποκάτω («χρύσεα δὲ σφ' ὑπὸ κύκλα ἑκάστῳ πυθμένι θῆκεν», Ομ. Ιλ.)β) θέτω ανθρώπους ή χώρα κάτω από την εξουσία κάποιου («ὑποχειρίους τοῑς ἐχθροῑς ὑπέθεσαν τὰς αὐτῶν πατρίδας», Πλάτ.)γ) κατατάσσω σε μια κατηγορία («γυμναστικῇ καὶ ἰατρικῇ... πᾱν ὑποθέντες», Πλάτ.)δ) υποθέτω, θέτω κάτι ως δεδομένο, ως βάση για συναγωγή συμπεράσματος («ὑποτιθέναι τι τρίτον ὥσπερ φασὶν οἱ μίαν τινὰ φύσιν εἶναι λέγοντες τὸ πᾱν», Αριστοτ.)ε) προβάλλω ή κρατώ αποκάτω («ὑποθεὶς δὲ τὴν σάρισσαν αὐτόν τε διαπείρει καὶ τὸν ἵππον», Λουκιαν.)στ) προβάλλω, παρουσιάζω («ἐλπίδα ὑπετίθει αὑτῷ δουλώσειν», Θουκ.)ζ) καταθέτω ως ενέχυρο, ως εγγύηση («τὴν οἰκίαν... ὑπέθηκε», Ισοκρ.)2. μέσ. α) φορώ στα πόδια μου, βάζω τα παπούτσια μου («τὰ ὑποδήματα τοιαῡτα ἔχουσιν... καὶ ὑποτιθεμένοις τι», Ξεν.)β) δέχομαι ως αρχή, θεωρώ δεδομένο («ταύτην... πυρὸς ἀρχὴν... ὑποτιθέμεθα», Πλάτ.)γ) (σχετικά με λόγια ή επιστολές) μεταδίδω, ανακοινώνω («λόγον τινα πρέποντα τοῑς βουλήμασιν ὑποθέσθαι», Πλάτ.)δ) προβάλλω («ἕνα τοῡτον ὑποθέμενος τὸν σκοπόν», Λουκιαν.)ε) δίνω δάνειο με υποθήκη («ἐκέλευον αὐτόν μοι δανεῑσαι ὑποθέμενον τὰ σκεύη τῆς νεώς», Δημοσθ.)3. φρ. α) «ὑποτίθημι εἰς κίνδυνον [ή τὸν κίνδυνον ή τὸν τράχηλον ή τὴν ψυχήν]» — διακινδυνεύω τη ζωή μουβ) «ὑποθέσθαι ὑπέρ τινος» ασχολούμαι με κάτι (Ισοκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.